νικοτιναμίδιο

νικοτιναμίδιο
το
(φαρμ.) αμίδιο τού νικοτινικού οξέος, που ανήκει στο σύμπλοκο τής βιταμίνης Β και τού οποίου η έλλειψη προκαλεί την πελλάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinamide < nicotine + amide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυριδινικός — ή, ό, Ν [πυριδίνη] (βιοχ.) 1. αυτός που έχει ως βάση την πυριδίνη 2. φρ. «πυριδινικά συνένζυμα» τα δύο συνένζυμα που περιέχουν νικοτιναμίδιο …   Dictionary of Greek

  • πυριδινονουκλεοτίδιο — το, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία για δύο συνένζυμα που περιέχουν νικοτιναμίδιο, αλλ. πυριδινικά συνένζυμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”